πυροτεχνικός

πυροτεχνικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πυροτέχνη
2. το θηλ. ως ουσ. η πυροτεχνική
η πυροτεχνουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τεχνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”